δυναμικός

δυναμικός
-ή, -ό (AM δυναμικός, -ή, -όν)
ισχυρός, δυνατός, ενεργητικός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δύναμη ή την ενέργεια
2. αυτός που στηρίζεται στη χρήση δύναμης ή επιτυγχάνεται με τη χρήση δύναμης (υλικής) ή βίας («δυναμική λύση», «δυναμικοί άνθρωποι»)
3. το θηλ. ως ουσ. η δυναμική
ο κλάδος τής μηχανικής που εξετάζει τις σχέσεις μεταξύ τών δυνάμεων και τών κινήσεων τις οποίες προκαλούν
4. το ουδ. ως ουσ. το δυναμικό
α) όρος τής μαθηματικής φυσικής που αναφέρεται στις συναρτήσεις τών οποίων οι μεταβολές απορρέουν από κάποια θεωρία
β) φρ. «το ανθρώπινο δυναμικό», «το εργατικό δυναμικό», «το καλλιτεχνικό δυναμικό» κ.λπ.
το σύνολο τών ανθρώπων, εργατών, καλλιτεχνών κ.λπ. που μπορούν να προσφέρουν εργασία αποδοτική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δυναμικός — powerful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναμικός — ή, ό αυτός που έχει δύναμη, ενεργητικός, ισχυρός: Έχουμε δυναμικά στελέχη στην εταιρεία μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυναμικώτερον — δυναμικός powerful adverbial comp δυναμικός powerful masc acc comp sg δυναμικός powerful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναμικωτέρων — δυναμικός powerful fem gen comp pl δυναμικός powerful masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναμικόν — δυναμικός powerful masc acc sg δυναμικός powerful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναμικώτατον — δυναμικός powerful masc acc superl sg δυναμικός powerful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναμικοί — δυναμικός powerful masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναμικοῦ — δυναμικός powerful masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναμικωτάτη — δυναμικός powerful fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναμικωτάτην — δυναμικός powerful fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”